Τη χρονιά που έπεφτε το τείχος
Posted 14/11/2013
on:άτιτλο
ο μολυβένιος στρατιώτης περπατάει πάνω μου και με τις μολυβένιες μπόττες του με ηρεμεί, με κοιμίζει. ο καπνοδοχοκαθαριστής με χαιρετάει αδύνατος και μπαρουτοκαπνισμένος, με τη σκούπα του ο μαύρος. ύστερα, μικραίνω κι εγώ σαν μπαλόνι που σκάει, και λέμε αστεία, μολυβένια, μαύρα, εκλεκτά αστεία, ύστερα, πολύ γελάμε, πολύ μένουμε έτσι μια σταλιά, και σε κάθε δωμάτιο, άμα θέλουμε, μπαίνουμε από τις χαραμάδες, και σεργιανάμε. να ‘μαι και στην κρεβατοκάμαρά σου, με το μουνάκι σου να παίζω, κι οι τριχίτσες σου, που, όταν είμαι κανονικός Σωτήρης Κακίσης, φαίνονται τριχίτσες, τώρα είναι λάσσο, γερές σαν κάβοι. κρεμιέμαι με θηλιά από τις τριχίτσες σου προς τα μέσα, πνίγομαι. είτε μεγάλος, είτε μικρός, ο μαύρος πάω συνέχεια και πνίγομαι.
———————————————————-
Ποίημα από τη συλλογή του Σωτήρη Κακίση «Εκατομμύρια μικρά παιδιά», Εκδόσεις Ερατώ, 1989.
Σχολιάστε